μισοψημένος

μισοψημένος
-η, -ο- αυτός που δεν έχει ψηθεί εντελώς, σχεδόν ψημένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ένωμος — ἔνωμος, ον (AM) (για καρπό) άγουρος, αγίνωτος αρχ. 1. ο λίγο ωμός 2. (για ψωμί) μισοψημένος 3. (για οίδημα) κάπως σκληρός, υπόσκληρος …   Dictionary of Greek

  • ακαμίνευτος — η, ο [καμινεύω] (για κεραμίδια, πήλινα, ορυκτά) εκείνος που δεν έχει ψηθεί αρκετά στο καμίνι, άψητος ή μισοψημένος, αφούρνιστος ή μισοφουρνισμένος …   Dictionary of Greek

  • ζωντανός — ή, ό (Μ ζωντανός, ή, όν) αυτός που βρίσκεται στη ζωή, ο έμψυχος νεοελλ. 1. μτφ. ζωηρός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για εικόνα, περιγραφή ή αφήγηση) παραστατικός, εναργής, ζωηρός («ζωντανή περιγραφή») 3. (για κρέας ή ψάρι) νωπός, πολύ φρέσκος… …   Dictionary of Greek

  • ημίοπτος — ἡμίοπτος, ον (Α) μισοψημένος, ατελώς ψημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + οπτός «ψημένος»] …   Dictionary of Greek

  • μεσάζω — και μεσιάζω και μισάζω και μισιάζω (ΑM μεσάζω) [μέσος] διαιρώ κάτι στη μέση, διχοτομώ νεοελλ. 1. καταναλώνω τη μισή ποσότητα από κάτι («τό μεσάσαμε το κρασί») 2. (η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο μεσάζων, η μεσάζουσα το μέντιουμ νεοελλ. μσν …   Dictionary of Greek

  • μισ(ο)- — (Μ μισ[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής μσν. και νεοελλ. γλώσσας που ανάγεται στο επιθ. μισός και προσδίδει στο β συνθετικό σημασίες ανάλογες με το πρόθημα ημι * (< ἥμισυς): α) το μισό ως προς το ποσό (πρβλ. μισοαδειανός, μισόκιλο) β) κάτι το… …   Dictionary of Greek

  • πάροπτος — ον, Α μισοψημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀπτός «ψητός» (πρβλ. ημί οπτος)] …   Dictionary of Greek

  • σενιάν — Πόλη της Κίνας. Βλ. λ. Μούκδεν. * * * ο, η, το, Ν (άκλ. επίθ.) (για κρέας) μισοψημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. saignant «αιμοσταγής»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”